εὐαρδής: Difference between revisions
From LSJ
εἶκε θυμοῦ καὶ μετάστασιν δίδου → retreat from your anger and allow yourself to change
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />qui arrose bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρδω]]. | |btext=ής, ές :<br />qui arrose bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρδω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐαρδής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)<br /><b>2.</b> αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρδης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρδω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>νεο</i>-<i>αρδής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:13, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A well-watered, γῆ Agath.5.12.
German (Pape)
[Seite 1057] ές, gut bewässernd, ὕδατα, Plut. qu. n. 4, l. d.
Greek (Liddell-Scott)
εὐαρδής: -ές, ὁ καλῶς ἀρδεύων, ποτίζων, Πλούτ. 2. 912F· πιθαν. ἐσφαλ. γραφ. ἀντὶ εὐαλδής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui arrose bien.
Étymologie: εὖ, ἄρδω.
Greek Monolingual
εὐαρδής, -ές (Α)
1. αυτός που αρδεύεται, που ποτίζεται καλά («εὐαρδὴς γῆ», Αγαθ.)
2. αυτός που αρδεύει, που ποτίζει καλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρδης (< άρδω), πρβλ. νεο-αρδής].