εὐανακόμιστος: Difference between revisions

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
(Bailly1_2)
(14)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à rappeler <i>ou</i> à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνακομίζω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à rappeler <i>ou</i> à ramener.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἀνακομίζω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[εὐανακόμιστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για την [[υγεία]]) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ανα</i>-[[κομίζω]].
}}
}}

Revision as of 06:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐανακόμιστος Medium diacritics: εὐανακόμιστος Low diacritics: ευανακόμιστος Capitals: ΕΥΑΝΑΚΟΜΙΣΤΟΣ
Transliteration A: euanakómistos Transliteration B: euanakomistos Transliteration C: evanakomistos Beta Code: eu)anako/mistos

English (LSJ)

ον,

   A easy to bring back, Plu.2.458e; easily restored, of health, Gal.6.297.

German (Pape)

[Seite 1056] leicht zurückzubringen, θυμός Plut. coh. ira 10; herzustellen, von Kranken, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

εὐανακόμιστος: -ον, ὁ εὐκόλως ἀνακομιζόμενος, ἐπαναφερόμενος, Πλούτ. 2. 458Ε, Γαλην. τ. 6. σ. 297, 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à rappeler ou à ramener.
Étymologie: εὖ, ἀνακομίζω.

Greek Monolingual

εὐανακόμιστος, -ον (Α)
1. αυτός που εύκολα επαναφέρεται, ηρεμεί, καταπραΰνεται («θυμὸν εὐανακόμιστον», Πλούτ.)
2. (για την υγεία) αυτός που εύκολα επανορθώνεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα-κομίζω.