εὐκαθαίρετος: Difference between revisions
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à renverser, à conquérir;<br /><i>Cp.</i> εὐκαθαιρετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καθαιρέω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à renverser, à conquérir;<br /><i>Cp.</i> εὐκαθαιρετώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[καθαιρέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐκαθαίρετος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τείχος]]) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα<br /><b>2.</b> αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («[[οὗτος]] οὐκ [[εὐκαθαίρετος]] ἔδοξεν [[εἶναι]] σφίσι», Δίων Κάσσ.)<br /><b>3.</b> αυτός που εξαντλείται εύκολα<br /><b>4.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[καθαιρετός]] <span style="color: red;"><</span> [[καθαιρώ]]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A easy to conquer, Th.7.18 (Comp.); easily exhausted, δυνάμεις Herod.Med. ap. Orib.5.30.11; unstable, τύχη, πρᾶγμα, Vett.Val.175.30,212.21.
German (Pape)
[Seite 1073] leicht herunterzureißen, zu überwältigen, Thuc. 7, 18, im comparat.; auch Sp., wie D. C. 47, 37.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαθαίρετος: -ον, εὐκόλως καταβαλλόμενος, ἡττώμενος, Θουκ. 7. 18, Δίων Κ. 47. 37· ὁ εὐκόλως καταλυόμενος, Βασίλ. τ. 1. σ. 1036Β· ἐπὶ τείχους, τὸ εὐκόλως καταρριπτόμενον, Πολυδ. Α΄, 170.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à renverser, à conquérir;
Cp. εὐκαθαιρετώτερος.
Étymologie: εὖ, καθαιρέω.
Greek Monolingual
εὐκαθαίρετος, -ον (Α)
1. (για τείχος) αυτό που γκρεμίζεται εύκολα
2. αυτός που καταβάλλεται, που νικιέται εύκολα («οὗτος οὐκ εὐκαθαίρετος ἔδοξεν εἶναι σφίσι», Δίων Κάσσ.)
3. αυτός που εξαντλείται εύκολα
4. ασταθής, ευμετάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καθαιρετός < καθαιρώ].