εὐνόμημα: Difference between revisions
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
(Bailly1_2) |
(15) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ατος (τό) :<br />action conforme aux lois.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνομέω]]. | |btext=ατος (τό) :<br />action conforme aux lois.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνομέω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[εὐνόμημα]], τὸ (Α) [[ευνομούμαι]]<br />νόμιμη [[ενέργεια]], ενάρετη [[πράξη]] («πᾱν [[κατόρθωμα]] καὶ [[εὐνόμημα]] καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:34, 29 September 2017
English (LSJ)
ατος, τό,
A law-abiding, virtuous action, Chrysipp.Stoic.3.73: pl., Stoic.3.136.
German (Pape)
[Seite 1083] τό, gesetzliche Handlung, Chrysipp. bei Plut. de Stoic. repugn. 15.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνόμημα: τό, νόμιμος, ἔννομος ἐνέργεια, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1041Α, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 192 (κοινῶς εὐνόημα).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action conforme aux lois.
Étymologie: εὐνομέω.
Greek Monolingual
εὐνόμημα, τὸ (Α) ευνομούμαι
νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.).