εὐναιετάων: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(Bailly1_2)
(Autenrieth)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
|btext=οντος;<br />bien situé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ναιετάω]].
}}
{{Autenrieth
|auten=see [[ναιετάω]].
}}
}}

Revision as of 15:24, 15 August 2017

German (Pape)

[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.

Greek (Liddell-Scott)

εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλιςπτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.

French (Bailly abrégé)

οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.

English (Autenrieth)

see ναιετάω.