ἰσόκοιλος: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />également creux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[κοῖλος]].
|btext=ος, ον :<br />également creux.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[κοῖλος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσόκοιλος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει σε όλα τα [[σημεία]] την [[ίδια]] [[κοιλότητα]] («[[ἰσόκοιλος]] [[αὐλός]]», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κοιλος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κοῑλος</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>μεσό</i>-<i>κοιλος</i>, [[ορθό]]-<i>κοιλος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόκοιλος Medium diacritics: ἰσόκοιλος Low diacritics: ισόκοιλος Capitals: ΙΣΟΚΟΙΛΟΣ
Transliteration A: isókoilos Transliteration B: isokoilos Transliteration C: isokoilos Beta Code: i)so/koilos

English (LSJ)

ον,

   A with equal cavities, αὐλός Plu.2.1021a, Theo Sm.p.60 H.(pl.).

German (Pape)

[Seite 1264] gleich hohl, αὐλός Plut. de an. procr. e Tim. 12.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόκοιλος: -ον, ἔχων τῆς αὐτῆς διαμέτρου κοιλότητα ἀπὸ τοῦ ἑνὸς ἄκρου μέχρι τοῦ ἑτέρου, αὐλὸς Πλούτ. 2. 1021Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
également creux.
Étymologie: ἴσος, κοῖλος.

Greek Monolingual

ἰσόκοιλος, -ον (Α)
αυτός που έχει σε όλα τα σημεία την ίδια κοιλότηταἰσόκοιλος αὐλός», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -κοιλος (< κοῑλος), πρβλ. μεσό-κοιλος, ορθό-κοιλος].