ἰσόμορος: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(Bailly1_3)
(18)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μόρος]].
|btext=ος, ον :<br />qui a une part égale.<br />'''Étymologie:''' [[ἴσος]], [[μόρος]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ἰσόμορος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για τη [[σχέση]] του Ποσειδώνος με τον Δία) [[ισόμοιρος]], με ίσο [[μερίδιο]]<br /><b>2.</b> όμοιος<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἰσόμορον</i><br />το ίσο [[μερίδιο]], το ίσο [[μέρος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μόρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πρωτό</i>-<i>μορος</i>, <i>ωκύ</i>-<i>μορος</i>].
}}
}}

Revision as of 07:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσόμορος Medium diacritics: ἰσόμορος Low diacritics: ισόμορος Capitals: ΙΣΟΜΟΡΟΣ
Transliteration A: isómoros Transliteration B: isomoros Transliteration C: isomoros Beta Code: i)so/moros

English (LSJ)

ον,= ἰσόμοιρος, used by Poseidon of himself in relation to Zeus, Il.15.209: generally,

   A like, τινι AP6.206 (Antip.Sid.); ἰσόμορον, τό, equal portion, Nic.Th.105, Androm. ap. Gal.14.41. [ῑσ- ll. cc.]

German (Pape)

[Seite 1265] gleichen Antheil habend, Il. 15, 209 u. sp. D. wie Nic. Th. 105; ἔργον ἀραχναίοις νήμασι, gleich, Antip. Sid. 21 (VI, 206).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσόμορος: -ον, = ἰσόμοιρος, λεγόμενον ὑπὸ τoῦ Πoσειδῶνoς περὶ ἑαυτοῦ ὡς ἰσομόρου πρὸς τὸν Δία, Ἰλ. Ο. 209· καθόλoυ, ὅμοιος, ἔργον ἀραχναίοις νήμασιν ἰσόμoρoν Ἀνθ. Π. 6. 206· ἰσόμορον, ἴσον μέρος, ἴσον μερίδιον, Νικ. Θηρ. 105, Ἀνδρόμαχος παρὰ Γαληv. 14, 41, 16. ἔκδ. Kühn. ῑσ-, ἴδε ἴσος ἐν τέλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a une part égale.
Étymologie: ἴσος, μόρος.

Greek Monolingual

ἰσόμορος, -ον (Α)
1. (για τη σχέση του Ποσειδώνος με τον Δία) ισόμοιρος, με ίσο μερίδιο
2. όμοιος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμορον
το ίσο μερίδιο, το ίσο μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μορος (< μόρος), πρβλ. πρωτό-μορος, ωκύ-μορος].