ισόμοιρος

From LSJ

Τοῦ ὅλου οὖν τῇ ἐπιθυμίᾳ καὶ διώξει ἔρως ὄνομα → Love is the name for our pursuit of wholeness, for our desire to be complete

Plato, Symposium, 192e10

Greek Monolingual

-η -ο (Α ἰσόμοιρος, -ον)
αυτός που έχει ίσο μερίδιο σε κάτι ή αυτός που συμμετέχει σε κάτι εξίσου με άλλους
αρχ.
1. ισοδύναμος
2. αστρολ. αυτός που κατέχει ίση θέση, που ασκεί την ίδια επίδραση σε αντιστοιχία με άλλον
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰσόμοιρον
η ισομοιρία.
επίρρ...
ἰσομοίρως (ΑΜ)
με ισομοιρία, κατ' ισομοιρίαν, κατά ισομερή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. ηπιό-μοιρος, κακό-μοιρος].