καρανιστήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[καρανιστής]].
|btext=ῆρος;<br /><i>adj. m;<br />c.</i> [[καρανιστής]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καρανιστήρ]], -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην [[αποτομή]] της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάρανον]], πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. <i>καρανίζω</i>].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰρᾱνιστήρ Medium diacritics: καρανιστήρ Low diacritics: καρανιστήρ Capitals: ΚΑΡΑΝΙΣΤΗΡ
Transliteration A: karanistḗr Transliteration B: karanistēr Transliteration C: karanistir Beta Code: karanisth/r

English (LSJ)

ῆρος, ο, ἡ,

   A beheading, touching the head, κ. δίκαι A.Eu. 186:—also κᾰρᾱν-ιστὴς μόρος E.Rh.817.

German (Pape)

[Seite 1325] ῆρος, ὁ (κάρα, das Verb. καρανίζω findet sich nicht), = Folgdm, δίκαι Aesch. Eum. 177.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m;
c.
καρανιστής.

Greek Monolingual

καρανιστήρ, -ῆρος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που αποβλέπει στον αποκεφαλισμό, στην αποτομή της κεφαλής («καρανιστῆρες... δίκαι» — δίκες που αποκεφαλίζουν, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρανον, πιθ. μέσω ενός αμάρτ. ρ. καρανίζω].