κατάρδω: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=arroser ; <i>fig.</i> inonder, saturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
|btext=arroser ; <i>fig.</i> inonder, saturer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄρδω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατάρδω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[βρέχω]], [[ποτίζω]] («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)<br /><b>2.</b> [[ραντίζω]]<br /><b>3.</b> [[επαινώ]] («[[οὔτε]] πανουργῶν, [[οὔτε]] κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (για τα ποιήματα του Αισχύλου) [[παρασύρω]] ως [[χείμαρρος]] («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄρδω]] «[[ποτίζω]]»].
}}
}}

Revision as of 07:22, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάρδω Medium diacritics: κατάρδω Low diacritics: κατάρδω Capitals: ΚΑΤΑΡΔΩ
Transliteration A: katárdō Transliteration B: katardō Transliteration C: katardo Beta Code: kata/rdw

English (LSJ)

   A water, Θρῄκην (-ης codd. Ath.) Antiph.105, cf. D.H.2.2.    2 besprinkle, πολυτελείᾳ τῶν ἀλειμμάτων J.AJ11.6.2 (Pass.): metaph., besprinkle with praise, Ar.Ach.658; also, to be swept along, Χειμάρρῳ οἷα -αρδόμενα, of the poetry of Aeschylus, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 1374] benetzen; vom Flusse, der ein Land bewässert, τινός Antiphan. bei Ath. VII, 300 c; τοὺς κατάρδοντας τὴν γῆν ποταμούς D. Hal. 2, 2; übertr., χειμάῤῥῳ οἷα καταρδόμενα γράμματα Diosc. 17 (VII, 411); mit Lob überschütten, Ar. Ach. 658, nach Schol. καταβρέχων ὑμᾶς τοῖς ἐπαίνοις.

Greek (Liddell-Scott)

κατάρδω: ποτίζω, ἰδίως ἐπὶ ποταμῶν, Στρυμὼν κατάρδων Θρῄκην Ἀντιφάν. ἐν «Θαμύρ.» 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 2˙- μεταφορ., ῥαντίζω μὲ ἔπαινον ἐπαινῶ, οὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων (Σχολ. «καταχέων ὑποσχέσεις καὶ καταβρέχων ἐπαίνοις ὑμᾶς ὡς φυτά») Ἀριστοφ. Ἀχ. 658, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 411˙ «κατάρδειν˙ οὐ μόνον ποτίζειν ἀλλὰ καὶ εὐφραίνειν ὡς τὸ ἰαίνειν» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

arroser ; fig. inonder, saturer.
Étymologie: κατά, ἄρδω.

Greek Monolingual

κατάρδω (Α)
1. βρέχω, ποτίζω («Στρυμὼν κατάρδων Θρήκην», Αντιφάν.)
2. ραντίζω
3. επαινώοὔτε πανουργῶν, οὔτε κατάρδων, ἀλλὰ τὰ βέλτιστα διδάσκων», Αριστοφ.)
4. (για τα ποιήματα του Αισχύλου) παρασύρω ως χείμαρρος («χειμάρρῳ οἷα καταρδόμενα», Ανθ.Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄρδω «ποτίζω»].