κατοικοδομέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir de constructions;<br /><b>2</b> dissiper en constructions.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> couvrir de constructions;<br /><b>2</b> dissiper en constructions.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[οἰκοδομέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατοικοδομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[χτίζω]] πάνω σε ή μέσα σε [[τόπο]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[φθείρω]] οικοδομώντας, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατοικοδομέω Medium diacritics: κατοικοδομέω Low diacritics: κατοικοδομέω Capitals: ΚΑΤΟΙΚΟΔΟΜΕΩ
Transliteration A: katoikodoméō Transliteration B: katoikodomeō Transliteration C: katoikodomeo Beta Code: katoikodome/w

English (LSJ)

   A build upon or in a place, τι δημόσιον X.Ath.3.4; τὰς ὁδούς Arist.Ath.50.2:—Pass., of the place, to be built on, LXX Ge.36.43, Str.5.4.5.    II squander in building, Plu.Publ.15 (but simply, use in building, πλίνθου τῆς -δομηθείσης PPetr.3p.141 (iii B.C.)).    III shut up in a house, Is.8.41 (s.v.l.), cf. Harp.s.v. κατῳκοδόμησε.    2 Pass., to be built up. blocked up, σανίσι D.C.66.25.

German (Pape)

[Seite 1403] bebauen, ein Gebäude worauf errichten, Xen. Ath. 3, 4; τῶν χωρίων κατοικοδομηθέντων Strab. V, 245; – verbauen, einsperren, Is. 8, 41, nach Harpocr. κατέκλεισεν εἰς οἴκημα.

Greek (Liddell-Scott)

κατοικοδομέω: οἰκοδομῶ ἐπί τινος ἢ ἔν τινι τόπῳ, οἰκοδομῶν καταλαμβάνω τι, Ξεν. Ἀθην. 3. 4.― Παθ., ἐπὶ τόπου, οἰκοδομοῦμαι ἐπί τινος, Στράβ. 245. ΙΙ. οἰκοδομῶν φθείρω, δηλ. δαπανῶ, σπαταλῶ εἰς οἰκοδομάς, Πλουτ. Ποπλικ. 15· ἴδε κατὰ Ε. VI. ΙΙΙ. κλείω δι’ οἰκοδομῶν, Ἰσαῖ. 73. 34.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 couvrir de constructions;
2 dissiper en constructions.
Étymologie: κατά, οἰκοδομέω.

Greek Monotonic

κατοικοδομέω: μέλ. -ήσω,
I. χτίζω πάνω σε ή μέσα σε τόπο, σε Ξεν.
II. φθείρω οικοδομώντας, σε Πλούτ.