κεφαλαργία: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de tête.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. de [[κεφαλαλγία]].
|btext=ας (ἡ) :<br />mal de tête.<br />'''Étymologie:''' par dissimil. de [[κεφαλαλγία]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κεφαλαργία]], ἡ (ΑΜ) [[κεφαλαργώ]]<br />(μτγν. τ. [[αντί]] [[κεφαλαλγία]]) [[πόνος]] της κεφαλής, [[κεφαλαλγία]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλαργία Medium diacritics: κεφαλαργία Low diacritics: κεφαλαργία Capitals: ΚΕΦΑΛΑΡΓΙΑ
Transliteration A: kephalargía Transliteration B: kephalargia Transliteration C: kefalargia Beta Code: kefalargi/a

English (LSJ)

ἡ, later form for κεφαλαλγία, Luc. Jud.Voc.4:— hence -αργέω, PMag.Par.1.136;

   A give one a headache, Hsch. s.v. ὠτοκοπεῖ.

German (Pape)

[Seite 1428] ἡ, att. für κεφαλαλγία, Greg. Cor. 158; vgl. Luc. Iud. voc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κεφαλαργία: ἡ, μεταγεν. τύπος ἀντὶ τοῦ κεφαλαλγία, Λουκ. Δίκη Φωνηέντ. 4· πρβλ. Schäf. Γρηγ. σ. 158· ― οὕτω κεφαλαργέω, (νῦν γράφεται κεφαλαλγέω), ἐνοχλῶ λαλῶν, Ἡσύχ. ἐν λέξ. ὠτοκοπεῖ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
mal de tête.
Étymologie: par dissimil. de κεφαλαλγία.

Greek Monolingual

κεφαλαργία, ἡ (ΑΜ) κεφαλαργώ
(μτγν. τ. αντί κεφαλαλγία) πόνος της κεφαλής, κεφαλαλγία.