κιναιδεία: Difference between revisions
From LSJ
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(Bailly1_3) |
(20) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]]. | |btext=ας (ἡ) :<br /><i>c.</i> [[κιναιδία]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κιναιδεία]], ἡ (Α) [[κιναιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> η [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]], η παθητική [[ομοφυλοφιλία]]<br /><b>2.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>αἱ κιναιδεῑαι</i><br />οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:40, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A unnatural lust, Aeschin.1.131, Demetr.Eloc.97.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, = κιναιδία; neben ἀνανδρία Aesch. 1, 131; plur., Demetr. Eloe. 97.
Greek (Liddell-Scott)
κῐναιδεία: ἡ, ἡ παρὰ φύσιν ἀσέλγεια, Αἰσχίν. 18. 29, Δημήτρ. Φαληρ. 97.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. κιναιδία.
Greek Monolingual
κιναιδεία, ἡ (Α) κιναιδεύομαι
1. η παρά φύσιν ασέλγεια, η παθητική ομοφυλοφιλία
2. στον πληθ. αἱ κιναιδεῑαι
οι τρόποι συμπεριφοράς τών κιναίδων.