Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κλαμβός: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]].
|btext=ή, όν :<br />mutilé.<br />'''Étymologie:''' DELG [[κλάω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κλαμβός]], -ή, -όν (Μ)<br />ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το [[κλάω]] / -<i>ῶ</i>, εμφανίζοντας κατάλ. -(<i>μ</i>)<i>βός</i> [[κατά]] τα [[σκαμβός]], [[κολοβός]]. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική [[παραλλαγή]] του [[κράμβος]].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλαμβός Medium diacritics: κλαμβός Low diacritics: κλαμβός Capitals: ΚΛΑΜΒΟΣ
Transliteration A: klambós Transliteration B: klambos Transliteration C: klamvos Beta Code: klambo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A docked, cropped, ὦτα Hippiatr.14, cf.17.

German (Pape)

[Seite 1446] (κλάω?), verstümmelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κλαμβός: -ή, -όν, κολοβός, ἠκρωτηριασμένος, Ἱππιατρ. 54. 62.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
mutilé.
Étymologie: DELG κλάω.

Greek Monolingual

κλαμβός, -ή, -όν (Μ)
ακρωτηριασμένος, κολοβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με το κλάω / -, εμφανίζοντας κατάλ. -(μ)βός κατά τα σκαμβός, κολοβός. Θα μπορούσε όμως να θεωρηθεί και μεταγενέστερη φωνητική παραλλαγή του κράμβος.