κυβευτής: Difference between revisions

From LSJ

Πενίαν φέρειν οὐ παντός, ἀλλ' ἀνδρὸς σοφοῦ → Perferre inopiam non nisi sapientium est → nicht jeder meistert Armut, nur der weise Mann

Menander, Monostichoi, 463
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />joueur.<br />'''Étymologie:''' [[κυβεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, θηλ. [[κυβεύτρια]] (Α [[κυβευτής]]) [[κυβεύω]]<br />αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι [[κυβευτής]], καὶ ὁ [[λωποδύτης]], καὶ ὁ [[λῃστής]] τῶν ἀνελευθέρων [[εἰσί]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που παίζει στο [[χρηματιστήριο]] με αθέμιτα [[μέσα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>Κυβευταί</i><br />[[τίτλος]] δράματος του Αντιφάνους.
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβευτής Medium diacritics: κυβευτής Low diacritics: κυβευτής Capitals: ΚΥΒΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kybeutḗs Transliteration B: kybeutēs Transliteration C: kyveftis Beta Code: kubeuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A dicer, gambler, S.Fr.947, Eup.11.8 D., X.HG 6.3.16, Men.965, Vett.Val.202.6; οἱ Κυβευταί, name of plays by Antiphanes, etc.

German (Pape)

[Seite 1522] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben λωποδύτης u. λῃστής zu den ἀνελεύθεροι.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβευτής: -οῦ, ὁ, (κυβεύω) ὁ παίζων τοὺς κύβους, ἤτοι τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ λωποδύτης καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
joueur.
Étymologie: κυβεύω.

Greek Monolingual

ο, θηλ. κυβεύτριακυβευτής) κυβεύω
αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί
τίτλος δράματος του Αντιφάνους.