κίδναμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὄρνιθι γὰρ καὶ τὴν τότ᾽ αἰσίῳ τύχην παρέσχες ἡμῖν → for it was by a good omen that you provided that past fortune to us

Source
(Bailly1_3)
(Autenrieth)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκιδνάμην;<br />se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Κιδ de Σκιδ, cf. [[σκεδάννυμι]].
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i> ἐκιδνάμην;<br />se répandre.<br />'''Étymologie:''' R. Κιδ de Σκιδ, cf. [[σκεδάννυμι]].
}}
{{Autenrieth
|auten=(κίδνημι = [[σκεδάννῦμι]]): [[Ἠώς]], be diffused.
}}
}}

Revision as of 15:27, 15 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κίδναμαι Medium diacritics: κίδναμαι Low diacritics: κίδναμαι Capitals: ΚΙΔΝΑΜΑΙ
Transliteration A: kídnamai Transliteration B: kidnamai Transliteration C: kidnamai Beta Code: ki/dnamai

English (LSJ)

Pass. of κίδνημι (only found in the compd. ἐπικ-), poet. for σκεδάννυμαι, used only in pres. and impf.,

   A to be spread abroad or over, of the dawning day, ὑπεὶρ ἅλα κίδναται ἠώς Il.23.227, cf. 8.1; ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Pi.Fr.129.6; κιδναμέναν μελιαδέα γᾶρυν prob. in Simon.41: once in Trag., ὕπνος ἐπ' ὄσσοις κ. E.Hec.916 (lyr., v.l. for σκίδ-) ; κολοιῶν κρωγμὸς . . κιδνάμενος AP7.713 (Antip.).

German (Pape)

[Seite 1437] p. = σκεδάννυμαι, verbreitet, zerstreu't werden, sich ausbreiten; ὑπεὶρ ἅλα, πᾶσαν ἐπ' αἶαν κίδναται Ἠώς, das Licht verbreitet sich über Land u. Meer, Il. 8, 1. 23, 227; ὀδμὰ κατὰ χῶρον Pind. frg. 95; ὕπνος ἡδὺς ἐπ' ὄσσοις κίδναται Eur. Hec. 916; κιδνάμενος ἐν νεφέλαις κολοιῶν κρωγμός Antp. Sid. 47 (VII, 713).

Greek (Liddell-Scott)

κίδναμαι: παθ. τοῦ κίδνημι (ὅπερ εὕρηται μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἐπικ-, ἔχον πρὸς τὸ σκίδνημι ὡς τὸ κεδάζω πρὸς τὸ σκεδάζω), ποιητ. ἀντὶ σκεδάννυμαι, ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., ἐξαπλοῦμαι ὑπεράνω, ἐκτείνομαι, ἐπὶ τῆς ἀνατελλούσης ἡμέρας, πᾶσαν ἐπ’ αἶαν κ. Ἠὼς Ἰλ. Θ. 1· ὑπεὶρ ἅλα κίδναται Ἠὼς Ψ. 227· ὀδμὰ κατὰ χῶρον κ. Πινδ. Ἀποσπ. 95. 6· ἅπαξ παρὰ τραγ., ὕπνος ἐπ’ ὄσσοις κ. Εὐρ. Ἑκ. 916· κολοιῶν κρωγμὸς... κιδνάμενος Ἀνθ. Π. 7. 713.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. ἐκιδνάμην;
se répandre.
Étymologie: R. Κιδ de Σκιδ, cf. σκεδάννυμι.

English (Autenrieth)

(κίδνημι = σκεδάννῦμι): Ἠώς, be diffused.