κωτίλος: Difference between revisions

From LSJ

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui babille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> qui babille;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.<br />'''Étymologie:''' DELG sans étym.
}}
{{grml
|mltxt=[[κωτίλος]], -η, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[φλύαρος]]<br /><b>2.</b> (για ζώα) αυτός που έχει [[φωνή]], σε [[αντιδιαστολή]] με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[εκφραστικός]] («κωτίλον [[ὄμμα]]», Φιλόδ.)<br /><b>4.</b> (για [[μουσική]]) αυτός που δεν [[είναι]] [[σοβαρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό [[επίθημα]] -[[ίλος]], [[κατά]] το [[ποικίλος]]).
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωτίλος Medium diacritics: κωτίλος Low diacritics: κωτίλος Capitals: ΚΩΤΙΛΟΣ
Transliteration A: kōtílos Transliteration B: kōtilos Transliteration C: kotilos Beta Code: kwti/los

English (LSJ)

[ῐ], η, ον,

   A chattering, babbling, Thgn.295, S.Fr.683.3; of women, Theoc.15.89; κωτίλε (-ιλλε codd.) 'chatterbox', gloss on τέττα, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.531 B.; of the swallow, twittering, Anacr.154, Simon.243; generally, of animals, vocal, opp. σιγηλός, Arist.HA488a33.    II metaph., lively, expressive, ῥήματα Theoc. 20.7; ὄμμα κ. speaking eye, AP5.130 (Phld.); persuasive, φίλτρα ib.7.221; κ. ἁρμονία, μουσική, babbling, i.e. light, music, D.H.Dem. 49, Plu.2.1136b; κῶλα πολὺ τὸ κ. ἔχοντα D.H.Dem.40; κωτίλας ἄνακτα μοίσας IG42(1).130.16 (Epid.).

German (Pape)

[Seite 1547] (κόπτω? eigtl. durch Geschwätzigkeit ermüdend), geschwätzig, plauderhaft, bes. mit dem Nebenbegriffe des Schmeichelns, kosend; Theogn. 295; τὰ φίλτρα τὰ κωτίλα Ep. ad. 660 (VII, 221); ἀνήρ Soph. frg. 606; von der Schwalbe, Anacr. 9, 2, wie Arist. H. A. 1, 1 a. E. die Thiere eintheilt in κωτίλα καὶ σιγηλὰ ζῶα; Folgde; καὶ λάλος D. Hal. 6, 70; καὶ φιλόφωνος Plut. adv. Col. 29; κωτίλη ἁρμονία D. Hal. de vi Dem. 49; ὄμματα, geschwätzige, vielsagende Augen, Philodem. 13 (V, 131). – Adv., spottend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωτίλος: -η, -ον, φλύαρος, πολυλόγος, ἀδολέσχης, Λατ. garrulus, Θέογν. 295, Σοφ. Ἀποσπ. 606· ἐπὶ γυναικῶν, Θεόκρ. 15. 89· ἐπὶ χελιδόνος, λάλος, Ἀνακρ. 99, Σιμων. 243 (πρβλ. κωτιλάς)· καὶ οὕτω καθόλου ἐπὶ ζῴων, ἅπερ ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ εἰς κωτίλα καὶ σιγηλά, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 29. ΙΙ. μεταφ., ζωηρός, ἐκφραστικός, ῥήματα Θεόκρ. 20. 7· ὄμματα κ., Λατ. loquaculi, Ἀνθ. Π. 5. 131· καταπειστικός, φίλτρα αὐτόθι 7. 221· κ. ἁρμονία, μουσική, οὐχὶ σοβαρὰ δηλαδ., Διον. Ἁλ. π. Δημ. 49, Πλούτ. 2. 1136Β.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 qui babille;
2 fig. qui séduit par son babil ; séduisant, séducteur, enchanteur.
Étymologie: DELG sans étym.

Greek Monolingual

κωτίλος, -η, -ον (Α)
1. φλύαρος
2. (για ζώα) αυτός που έχει φωνή, σε αντιδιαστολή με τον σιγηλό («καὶ τὰ μὲν κωτίλα, τὰ δὲ σιγηλά», Αριστοτ.)
3. μτφ. εκφραστικός («κωτίλον ὄμμα», Φιλόδ.)
4. (για μουσική) αυτός που δεν είναι σοβαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει εκφραστικό επίθημα -ίλος, κατά το ποικίλος).