λάμνα: Difference between revisions

From LSJ

οὕς ὁ Θεός συνέζευξεν, ἄνθρωπος μή χωριζέτω → what therefore God did join together, let not man put asunder | what therefore God hath joined together, let no man put asunder

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>poisson</i> requin.<br />'''Étymologie:''' DELG [[λαμυρός]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><i>poisson</i> requin.<br />'''Étymologie:''' DELG [[λαμυρός]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[λάμνα]] και λάμνη)<br />[[γένος]] ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]], ανήκουν στην [[οικογένεια]] isuridae.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. του [[λάμια]] (Ι) [[κατά]] τα θηλ. σε -<i>να</i>].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάμνα Medium diacritics: λάμνα Low diacritics: λάμνα Capitals: ΛΑΜΝΑ
Transliteration A: lámna Transliteration B: lamna Transliteration C: lamna Beta Code: la/mna

English (LSJ)

or λᾰλό-η, ἡ,

   A = Λάμια 11, Opp.H.1.370, 5.36.

German (Pape)

[Seite 11] ἡ, ion. λάμνη, ein großer Meerfisch, Opp. Hal. 1, 370. 5, 36, u. s. λαμία.

Greek (Liddell-Scott)

λάμνα: ἡ, Ἰων. λάμνη, = λάμια ΙΙ, Ὀππ. Ἁλ. 1. 370., 5. 36.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
poisson requin.
Étymologie: DELG λαμυρός.

Greek Monolingual

η (Α λάμνα και λάμνη)
γένος ζωοτόκων καρχαριών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκουν στην οικογένεια isuridae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. του λάμια (Ι) κατά τα θηλ. σε -να].