λευκόχρως: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]].
|btext=ωτος (ὁ, ἡ)<br />qui a la peau blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[χρώς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λευκόχρως]], -ωτος, ὁ, ἡ (Α)<br />αυτός που έχει λευκή [[επιδερμίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λευκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[χρώς]] «[[επιδερμίδα]]»].
}}
}}

Revision as of 06:45, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λευκόχρως Medium diacritics: λευκόχρως Low diacritics: λευκόχρως Capitals: ΛΕΥΚΟΧΡΩΣ
Transliteration A: leukóchrōs Transliteration B: leukochrōs Transliteration C: lefkochros Beta Code: leuko/xrws

English (LSJ)

ωτος, ὁ, ἡ,

   A white-skinned, colourless, Eub.35, Alex.98.18, Theoc.Ep.2.1, Arist.Phgn.808b4.

German (Pape)

[Seite 35] ωτος, mit weißer, zarter Haut, Eub. u. Alexis bei Ath. VII, 300 b XIII, 568 c; Δάφνις ὁ λευκ. Theocr. epigr. 2, 1; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόχρως: -ωτος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων λευκὴν ἐπιδερμίδα, ἄχρους, Εὔβουλ. ἐν «Ἠχοῖ» 1, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 18, Θεοκρ. Ἐπιγράμμ. 2. 1.

French (Bailly abrégé)

ωτος (ὁ, ἡ)
qui a la peau blanche.
Étymologie: λευκός, χρώς.

Greek Monolingual

λευκόχρως, -ωτος, ὁ, ἡ (Α)
αυτός που έχει λευκή επιδερμίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)- + χρώς «επιδερμίδα»].