κυαμευτός: Difference between revisions
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]]. | |btext=ή, όν :<br />désigné <i>ou</i> décidé par le sort au moyen de fèves.<br />'''Étymologie:''' [[κυαμεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυαμευτός]], -η, -όν (Α) [[κυαμεύω]]<br /><b>1.</b> (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με [[ψηφοφορία]] («λέγων ὡς [[μῶρον]] εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[ψηφοφορία]]) αυτή που γίνεται με κυάμους, με [[κουκιά]] («κυαμευταὶ γὰρ [[ἦσαν]] [[ἔμπροσθεν]] αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», <b>Πλούτ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:26, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A chosen by beans, i.e. by lot, X.Mem.1.2.9, etc.; κ. ψηφοφορίαι voting by beans, Plu.2.12e.
Greek (Liddell-Scott)
κυᾰμευτός: -ή, -όν, ἐκλεχθεὶς ἢ ἐκλεγόμενος διὰ κυάμου, δηλ. διὰ κλήρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 9, κτλ˙ κ. ψηφοφορία, ψηφοφορία διὰ κυάμων, Πλούτ. 2. 12Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
désigné ou décidé par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κυαμεύω.
Greek Monolingual
κυαμευτός, -η, -όν (Α) κυαμεύω
1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.)
2. (για ψηφοφορία) αυτή που γίνεται με κυάμους, με κουκιά («κυαμευταὶ γὰρ ἦσαν ἔμπροσθεν αἱ ψηφοφορίαι, δι' ὧνπερ ἐπετίθεσαν τὰς ἀρχάς», Πλούτ.).