λευκόϊον: Difference between revisions
Ὡς αἰσχρὸν εὖ ζῆν ἐν πονηροῖς ἤθεσιν → Turpis res laute vivere ingenium malum → Wie schimpflich, wenn ein schlechter Mensch in Wohlstand lebt
(Bailly1_3) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> giroflée blanche, quarantaine, <i>plante</i>;<br /><b>2</b> boule-de-neige, <i>plante</i>;<br /><b>3</b> essence de giroflée blanche.<br />'''Étymologie:''' [[λευκός]], [[ἴον]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκόϊον:''' [ῐ], τό, αντί λευκὸν [[ἴον]], κυριολεκτικά, [[λευκή]] [[βιολέτα]], [[αλλά]] χρησιμ. και για:<br /><b class="num">I.</b> το [[φυτό]] [[μενεξές]], [[άσπρος]] [[μενεξές]], σε Θεόκρ., κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> βολβώδες [[φυτό]], «[[νιφάδα]] χιονιού», σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῐ], τό, for λευκὸν ἴον, lit.
A white-violet: I gilliflower, Matthiola incana, Theoc.7.64, Dsc.3.123, etc. II snowdrop, Galanthus nivalis, flowering very early, Thphr.HP6.8.1; joined with the narcissus and lily in AP5.143 (Mel.), 146 (Id.). III λ. τὸ μέλαν, = ἴον τὸ μέλαν, Hp.Nat.Mul. 32.
German (Pape)
[Seite 34] τό, d. i. λευκὸν ἴον, das weiße Veilchen, die Levkoie, von ihrem Geruch benannt, Hippocr.; Pol. 34, 8, 5; Theocr. 7, 64 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόϊον: τό, ἀντὶ λευκὸν ἴον, κυρίως, ἀλλ’ εὕρηται ὡς ὄνομα διαφόρων φυτῶν, 1) τοῦ ἄσπρου «μενεξέ», Διοσκ. 3. 138, Θεόκρ. 7. 64, κτλ. ΙΙ. βολβώδους τινὸς φυτοῦ, Ἱππ. 570, 48, κτλ.· ἀνθεῖ δὲ λίαν ἐνωρίς, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 6. 8, 1· καὶ συνεκφέρεται μετὰ τοῦ ναρκίσσου καὶ τοῦ κρίνου ἐν Ἀνθ. Π. 5. 144, 147. Πρβλ. ἴον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 giroflée blanche, quarantaine, plante;
2 boule-de-neige, plante;
3 essence de giroflée blanche.
Étymologie: λευκός, ἴον.
Greek Monotonic
λευκόϊον: [ῐ], τό, αντί λευκὸν ἴον, κυριολεκτικά, λευκή βιολέτα, αλλά χρησιμ. και για:
I. το φυτό μενεξές, άσπρος μενεξές, σε Θεόκρ., κ.λπ.
II. βολβώδες φυτό, «νιφάδα χιονιού», σε Ανθ.