λεπτουργής: Difference between revisions
κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart
(Bailly1_3) |
(23) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]]. | |btext=ής, ές :<br />finement travaillé.<br />'''Étymologie:''' [[λεπτός]], [[ἔργον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ές (Α [[λεπτουργής]], -ές)<br />επεξεργασμένος με [[λεπτότητα]], με λεπτή [[τέχνη]], τεχνουργημένος με [[κομψότητα]] (α. «[[λεπτουργής]] [[θήκη]]» β. «[[ἔσθος]] λεπτουργές», <b>Ομ.</b>Ύμν.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[λεπτός]], [[ισχνός]], [[αδύνατος]] («ῥίζας... λεπτουργέας», <b>Νίκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτο</i>-<i>Fεργής</i> με σίγηση του <i>F</i> και [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> <i>λεπτ</i>(<i>ο</i>)- (<span style="color: red;"><</span> επίρρ. <i>λεπτά</i>) <span style="color: red;">+</span> -(<i>F</i>)<i>εργής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[F]][[έργον]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αληθ</i>-<i>ουργής</i>, <i>νε</i>-<i>ουργής</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:32, 29 September 2017
English (LSJ)
ές,
A finely worked, ἔσθος h.Hom.31.14: cut up small, ῥίζαι Nic.Fr.70.10.
German (Pape)
[Seite 31] ές, fein gearbeitet; ἔσθος, H. h. 31, 14; ῥίζαι, klein geschnitten, Nic. bei Ath. IV, 133 d.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτουργής: -ές, λεπτῶς εἰργασμένος, ἔσθος Ὁμηρ. Ὕμ. 31. 14· ― λεπτός, ἀδύνατος, ῥίζαι Νικ. Ἀποσπ. 3. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
finement travaillé.
Étymologie: λεπτός, ἔργον.
Greek Monolingual
-ές (Α λεπτουργής, -ές)
επεξεργασμένος με λεπτότητα, με λεπτή τέχνη, τεχνουργημένος με κομψότητα (α. «λεπτουργής θήκη» β. «ἔσθος λεπτουργές», Ομ.Ύμν.)
αρχ.
λεπτός, ισχνός, αδύνατος («ῥίζας... λεπτουργέας», Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο-Fεργής με σίγηση του F και συναίρεση < λεπτ(ο)- (< επίρρ. λεπτά) + -(F)εργής (< Fέργον), πρβλ. αληθ-ουργής, νε-ουργής].