λινεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source
(Bailly1_3)
(23)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]].
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' [[λίνον]].
}}
{{grml
|mltxt=[[λινεύς]], -έως, ὁ (Α)<br />[[είδος]] θαλασσινού ψαριού, ο [[κεστρεύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του [[λινεύω]]<br />από τον τρόπο αλιεύσεως και η [[ονομασία]] του ψαριού].
}}
}}

Revision as of 07:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινεύς Medium diacritics: λινεύς Low diacritics: λινεύς Capitals: ΛΙΝΕΥΣ
Transliteration A: lineús Transliteration B: lineus Transliteration C: lineys Beta Code: lineu/s

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A = κεστρεύς, Call.Com.3, Phot., Hsch.

German (Pape)

[Seite 49] ὁ, ein Meerfisch, mugil, Ath. VII, 286 b; B. A. 474 u. a. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνεύς: έως, ὁ, εἶδος θαλασσίου ἰχθύος, εἶδος κεστρέως, Καλλίας ἐν «Κύκλωψι» 1, Φώτ., Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
mulet, poisson.
Étymologie: λίνον.

Greek Monolingual

λινεύς, -έως, ὁ (Α)
είδος θαλασσινού ψαριού, ο κεστρεύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του λινεύω
από τον τρόπο αλιεύσεως και η ονομασία του ψαριού].