μάραγνα: Difference between revisions
οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind
(Bailly1_3) |
(24) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />fouet, lanière de cuir.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien. | |btext=ης (ἡ) :<br />fouet, lanière de cuir.<br />'''Étymologie:''' DELG emprunt iranien. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Α [[μάραγνα]] και [[σμάραγνα]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[μαστίγιο]] που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων<br /><b>αρχ.</b><br />[[μαστίγιο]] («[[μάραγνα]]<br />[[μάστιξ]], [[ῥάβδος]], [[ταυρεία]]», <b>Ησύχ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[μαζί]] με την αντίστοιχη της συριακή <i>m</i><i>ā</i><i>ragn</i><i>ā</i> [[είναι]] παράλληλα δάνεια ενός αμάρτυρου αρχ. περσικού <i>m</i><i>ā</i><i>ra</i>-<i>gna</i>- «[[εξολοθρευτής]] φιδιών» (για το δεύτερο [[μέρος]] -<i>gna</i>- του θέματος <b>[[πρβλ]].</b> [[ρίζα]] <i>gh</i><sup>w</sup><i>en</i>- του [[θείνω]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:36, 29 September 2017
English (LSJ)
[μᾰ], ἡ,
A = σμάραγνα, lash, scourge, διπλῆ μ. A.Ch.375 (lyr.), cf. E.Rh.817, Pl.Com.63, Poll.10.56.
German (Pape)
[Seite 94] ἡ, oder nach Schol. Eur. Rhes. 817 μαράγνα, wie σμάραγνα, Geißel, Peitsche; μαράγνης δοῦπος, Aesch. Ch. 369; Eur. Rhes. 817; Plat. com. bei Poll. 10, 56.
Greek (Liddell-Scott)
μάραγνα: [μᾰ], ἡ, = σμάραγνα, μάστιξ, μαστίγιον, ἱμὰς (πρὸς μαστίγωσιν), διπλῆ μ. (πρβλ. μάσθλης), Αἰσχύλ. Χο. 375, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 817, Πλάτ. Κωμ. ἐν «Κλεοφῶντι» 7· ἴδε Πολυδ. Ι΄, 56. - Ὁ Ἡρῳδιαν. παροξύνει τὴν λέξιν γράφων μαράγνα. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μάραγνα· μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
fouet, lanière de cuir.
Étymologie: DELG emprunt iranien.
Greek Monolingual
η (Α μάραγνα και σμάραγνα)
νεοελλ.
το μαστίγιο που χρησιμοποιείται από τους ιπποδαμαστές για τον δαμασμό τών ίππων
αρχ.
μαστίγιο («μάραγνα
μάστιξ, ῥάβδος, ταυρεία», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαζί με την αντίστοιχη της συριακή māragnā είναι παράλληλα δάνεια ενός αμάρτυρου αρχ. περσικού māra-gna- «εξολοθρευτής φιδιών» (για το δεύτερο μέρος -gna- του θέματος πρβλ. ρίζα ghwen- του θείνω)].