λαικαστής: Difference between revisions
From LSJ
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(Bailly1_3) |
(22) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />prostitué.<br />'''Étymologie:''' [[λαικάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />prostitué.<br />'''Étymologie:''' [[λαικάζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[λαικαστής]], ὁ (Α) [[λαικάζω]]<br />[[πόρνος]] («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:29, 29 September 2017
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A wencher, Ar.Ach.79:—fem. λαικ-άστρια, strumpet, ib.529, 537, Pherecr. 149, Men.Pk.235:—also λαικ-άς, άδος, Aristaenet.2.16 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 6] ὁ, der Hurer, Ar. Ach. 79.
Greek (Liddell-Scott)
λαικαστής: -οῦ, ὁ, πόρνος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 79· - θηλ. λαικάστρια, πόρνη, αἰσχρὰ γυνή, αὐτόθι 529, 537, Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 8· - ὡσαύτως λαικάς, άδος, Ἀρισταίν. 2. 16.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
prostitué.
Étymologie: λαικάζω.
Greek Monolingual
λαικαστής, ὁ (Α) λαικάζω
πόρνος («ἡμεῑς δὲ λαικαστάς γε καὶ καταπύγονας», Αριστοφ.).