Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μαστροπεία: Difference between revisions

From LSJ

Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down

Sophocles, Electra, 119-120
(Bailly1_3)
(24)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />excitation à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />excitation à la débauche.<br />'''Étymologie:''' [[μαστροπεύω]].
}}
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαστροπεία]]) [[μαστροπεύω]]<br />η [[ιδιότητα]] και η [[ασχολία]] του μαστροπού, η [[παρακίνηση]] σε [[ασέλγεια]] και [[πορνεία]], [[προαγωγεία]], [[ρουφιανιά]].
}}
}}

Revision as of 07:27, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαστροπεία Medium diacritics: μαστροπεία Low diacritics: μαστροπεία Capitals: ΜΑΣΤΡΟΠΕΙΑ
Transliteration A: mastropeía Transliteration B: mastropeia Transliteration C: mastropeia Beta Code: mastropei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A pandering, X.Smp.3.10, Plu.2.632e.

Greek (Liddell-Scott)

μαστροπεία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μαστροποῦ, ἐπὶ μαστροπείᾳ μέγα φρονεῖν Ξεν. Συμπ. 3, 10, Πλούτ. 2. 632D.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
excitation à la débauche.
Étymologie: μαστροπεύω.

Greek Monolingual

η (Α μαστροπεία) μαστροπεύω
η ιδιότητα και η ασχολία του μαστροπού, η παρακίνηση σε ασέλγεια και πορνεία, προαγωγεία, ρουφιανιά.