μειλικτήριος: Difference between revisions

From LSJ

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].
|btext=α, ον :<br />propre à adoucir, à apaiser.<br />'''Étymologie:''' [[μειλίσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[μειλικτήριος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] [[κατάλληλος]] ή [[ικανός]] να πραΰνει, [[εξιλεωτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ μειλικτήρια</i><br />εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («[[ἅπερ]] νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς [[λευκόν]]... [[γάλα]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μειλίσσω]] «[[ευφραίνω]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>καθαρ</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 07:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μειλικτήριος Medium diacritics: μειλικτήριος Low diacritics: μειλικτήριος Capitals: ΜΕΙΛΙΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: meiliktḗrios Transliteration B: meiliktērios Transliteration C: meiliktirios Beta Code: meilikth/rios

English (LSJ)

ον,

   A able to soothe, εὐχαί Suid. s.v. Ποντίφιξ: Subst. μειλικτήρια (sc. ἱερά), τά, propitiations, νεκροῖσι A.Pers.610; cf. μείλιγμα 1.2.

German (Pape)

[Seite 115] zum Versöhnen, Beruhigen geeignet, τὰ μειλικτήρια, Sühnopfer, φέρουσα νεκροῖσι, Aesch. Pers. 602.

Greek (Liddell-Scott)

μειλικτήριος: -ον, πραϋντικός, ἱκανὸς νὰ πραΰνῃ, εὐχὰς γὰρ οὗτος (ὁ ποντίφιξ) πρὸς τῷ ποταμῷ μειλικτηρίους ποιησάμενος κτλ. Σουΐδ. ἐν λ. Ποντίφιξ: ― μειλικτήρια (ἐξυπ. ἱερά), τά, ἱλαστήριοι θυσίαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 610· πρβλ. μείλιγμα Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propre à adoucir, à apaiser.
Étymologie: μειλίσσω.

Greek Monolingual

μειλικτήριος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατάλληλος ή ικανός να πραΰνει, εξιλεωτικός
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μειλικτήρια
εξιλεωτικές ή εξιλαστήριες θυσίες («ἅπερ νεκροῑσι μειλικτήρια, βοός τ' ἀφ' ἁγνῆς λευκόν... γάλα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μειλίσσω «ευφραίνω» + επίθημα -τήριος (πρβλ. καθαρ-τήριος)].