μισθαρνέω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />travailler à gages, être mercenaire, salarié ; <i>en mauv. part</i> faire trafic (de son corps).<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
|btext=-ῶ :<br />travailler à gages, être mercenaire, salarié ; <i>en mauv. part</i> faire trafic (de son corps).<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθαρνέω:''' μελ. <i>-ήσω</i>, [[εργάζομαι]] ή [[υπηρετώ]] [[έναντι]] αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· <i>μισθαρνῶν ἀνύειν τι</i>, κάνω [[κάτι]] επί [[πληρωμή]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθαρνέω Medium diacritics: μισθαρνέω Low diacritics: μισθαρνέω Capitals: ΜΙΣΘΑΡΝΕΩ
Transliteration A: mistharnéō Transliteration B: mistharneō Transliteration C: mistharneo Beta Code: misqarne/w

English (LSJ)

pf.

   A μεμισθάρνηκα Aeschin.1.154:—work or serve for hire, ὅσοι μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε S.Ant.302, cf. Hp.Ep.11, Pl.R. 346b, D.18.49; τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Arist.Pol.1296b29; οἱ μισθαρνοῦντες τῶν ῥητόρων Phld.Rh.2.56 S.; ὁ -αρνῶν ὄχλος Plu.Cat. Mi.44; μ. παρά τινος receive pay from... D.18.236; esp. of prostitution, τῷ σώματι μ. quaestum corpore facere, Id.59.20, cf. Aeschin. l. c., PMagd.14.3 (iii B. C.).

German (Pape)

[Seite 190] um Lohn dienen, arbeiten, ὅσοι δὲ μισθαρνοῦντες ἤνυσαν τάδε, Soph. Ant. 302; Plat. Rep. I, 346 b VI, 493 a; Din. 1, 151 Aesch. 3, 220; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μισθαρνέω: ἐργάζομαι ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. παρά τινος, λαμβάνω μισθὸν παρά..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν ἀνύτω τι, πράττω τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
travailler à gages, être mercenaire, salarié ; en mauv. part faire trafic (de son corps).
Étymologie: μισθάρνης.

Greek Monotonic

μισθαρνέω: μελ. -ήσω, εργάζομαι ή υπηρετώ έναντι αμοιβής, σε Πλάτ., Δημ.· μισθαρνῶν ἀνύειν τι, κάνω κάτι επί πληρωμή, σε Σοφ.