μύρσος: Difference between revisions

From LSJ

παῖδας ἐκτεκνούμενος λάθρᾳ θνῄσκοντας ἀμελεῖ → having gotten children in secret, he abandons them to die

Source
(Bailly1_3)
(26)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />corbeille à deux anses.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
|btext=ου (ὁ) :<br />corbeille à deux anses.<br />'''Étymologie:''' DELG orig. inconnue.
}}
{{grml
|mltxt=[[μύρσος]], ὁ (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[κόφινος]] ὦτα ἔχων, ὃς καὶ [[ἄρριχος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα [[μάραθον]], [[μόργος]] δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η [[άποψη]] ότι πρόκειται για δάνεια λ.].
}}
}}

Revision as of 12:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύρσος Medium diacritics: μύρσος Low diacritics: μύρσος Capitals: ΜΥΡΣΟΣ
Transliteration A: mýrsos Transliteration B: myrsos Transliteration C: myrsos Beta Code: mu/rsos

English (LSJ)

ὁ,

   A basket, μ. ὠτώεντα Call.Fr.anon.102, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 222] ein Korb, poet. bei E. M. 595, 33.

Greek (Liddell-Scott)

μύρσος: «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος» Ἡσύχ.˙ μ. ὠτώεντα Ποιητ. ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. 595. 34. (Συγγενὲς τῷ ὑρισσός, ὑρίσκος, ἴδε ἐν λ. ὑριχὸς καὶ πρβλ. Μμ. ΙΙ. 5).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
corbeille à deux anses.
Étymologie: DELG orig. inconnue.

Greek Monolingual

μύρσος, ὁ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «κόφινος ὦτα ἔχων, ὃς καὶ ἄρριχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Οι απόψεις ότι η λ. συνδέεται με τα μάραθον, μόργος δεν θεωρούνται πιθανές. Εξίσου απίθανη θεωρείται και η άποψη ότι πρόκειται για δάνεια λ.].