ναυσιπέρατος: Difference between revisions
From LSJ
ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)
(Bailly1_3) |
(26) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />traversé par des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[περατός]]. | |btext=ος, ον :<br />traversé par des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[περατός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ναυσιπέρατος]] και ιων. τ. [[νηυσιπέρητος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να διέλθει με [[πλοίο]], ο [[διαβατός]] με [[πλοίο]], [[πλωτός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> δοτ. πληθ. <i>ναυσί</i> του [[ναῦς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> [[περατός]] (<span style="color: red;"><</span> [[περάω]] «[[περνώ]]»)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:02, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. νηυσιπέρητος, ον,
A navigable, Hdt.1.189,193,5.52, Arist.Mete.351a18, D.H.3.44.
Greek (Liddell-Scott)
ναυσῐπέρᾱτος: Ἰων. νηυσιπέρητος, ον, = ναυσίπορος, πλωτός, ἢ (ἴσως) διαβατὸς διὰ πορθμείου, Ἡρόδ. 1. 189, 193., 5, 52, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 13, 28, Διον. Ἁλ. 3. 44. ― Νεώτεροί τινες ἐκδόται γράφουσι διῃρημένως, ναυσὶ περατός, νηυσὶ περητός.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
traversé par des navires.
Étymologie: ναῦς, περατός.
Greek Monolingual
ναυσιπέρατος και ιων. τ. νηυσιπέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να διέλθει με πλοίο, ο διαβατός με πλοίο, πλωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοτ. πληθ. ναυσί του ναῦς «πλοίο» + περατός (< περάω «περνώ»)].