περίθερμος: Difference between revisions

From LSJ

Kατεσκευάσθη τὸ ἱερὸν τοῦτο ποτήριον ... ἐν ἔτει ,αω'α' → Τhis holy cup was made ... in the year 1801

Source
(Bailly1_4)
(32)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tout à fait chaud.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θερμός]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait chaud.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[θερμός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> [[πάρα]] πολύ [[ζεστός]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με ψυχική [[κατάσταση]]) αυτός που έχει εξαφθεί, ο [[χωρίς]] [[καθόλου]] [[ψυχραιμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>περι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θερμός]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περίθερμος Medium diacritics: περίθερμος Low diacritics: περίθερμος Capitals: ΠΕΡΙΘΕΡΜΟΣ
Transliteration A: períthermos Transliteration B: perithermos Transliteration C: perithermos Beta Code: peri/qermos

English (LSJ)

ου,

   A very hot, Thphr.Sens.58, Plu.2.642c, Dsc. Ther.4, etc.: metaph., of the mind, Sch.Ar.Nu.144.

German (Pape)

[Seite 577] sehr warm, Plut. Symp. 2, 9u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περίθερμος: -ον, πάνυ θερμός, Πλούτ. 2. 642C, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ νοῦ, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 144.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait chaud.
Étymologie: περί, θερμός.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. πάρα πολύ ζεστός
2. (σχετικά με ψυχική κατάσταση) αυτός που έχει εξαφθεί, ο χωρίς καθόλου ψυχραιμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + θερμός.