συννέμω: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]].
|btext=partager <i>ou</i> attribuer ensemble.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[νέμω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> (για βοσκό) [[βόσκω]] το [[κοπάδι]] μου στον ίδιο χώρο με άλλον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[καθιστώ]] κάποιον μέτοχο σε [[κάτι]] («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>συννέμομαι</i><br />α) (για ζώο) [[βόσκω]] στον ίδιο χώρο με [[άλλο]] («τὰ πλεῑστα οὐ συννέμονται ταῑς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῡ ὀχεύειν» <br />β) <b>μτφ.</b> έχω στενές σχέσεις με [[κάτι]] ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[νέμω]] «[[βόσκω]], [[διαμοιράζω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:55, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέμω Medium diacritics: συννέμω Low diacritics: συννέμω Capitals: ΣΥΝΝΕΜΩ
Transliteration A: synnémō Transliteration B: synnemō Transliteration C: synnemo Beta Code: sunne/mw

English (LSJ)

   A feed or tend together, of the shepherd:—Pass., feed with, τοῖς θήλεσι, of the males, Arist.HA572b21.    2 generally, make one's partner or associate, εἰσαγαγεῖν τὴν δοκιμασίαν συννείμαντας IG 22.850.20; Ῥώμη προσποιοῦσα ἑαυτῇ καὶ συννέμουσά τινας Plu.Rom. 16:—Pass., to be associated, Id.2.424a; ποιητικὴν μουσικῇ -ομένην ib.744f; ἀχθόμενος ἐπὶ τῷ -νέμεσθαι πολλάκις Ἀκέστορι Satyr.Vit.Eur. Fr.39xv29; cf. συννομέομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συννέμω: νέμω, βόσκω ὁμοῦ, ἐπὶ ποιμένος. ― Παθητ., βόσκομαι ὁμοῦ μετά τινος, τοῖς θήλεσι, ἐπὶ βοσκημάτων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 17. 2) καθόλου, κάμνω τινὰ μέτοχόν τινος ἢ ἑταῖρον, προσποιεῖν ἑαυτῇ καὶ συννέμειν τινὰς Πλουτ. Ρωμ. 16. ― Παθ., ὁ αὐτ. 2. 424Α, 744F. ― Ἴδε Κόντου Παρατηρήσεις εἰς Ἀριστοτ. Ἀθην. Πολιτείαν ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Γϳ, σελ. 397.

French (Bailly abrégé)

partager ou attribuer ensemble.
Étymologie: σύν, νέμω.

Greek Monolingual

Α
1. (για βοσκό) βόσκω το κοπάδι μου στον ίδιο χώρο με άλλον
2. μτφ. καθιστώ κάποιον μέτοχο σε κάτι («ἀεὶ προσποιοῡσαν ἑαυτῇ καὶ συννέμουσαν ὧν κρατήσειεν», Πλούτ.)
3. μέσ. συννέμομαι
α) (για ζώο) βόσκω στον ίδιο χώρο με άλλο («τὰ πλεῑστα οὐ συννέμονται ταῑς θηλείαις πρὸ τῆς ὥρας τοῡ ὀχεύειν»
β) μτφ. έχω στενές σχέσεις με κάτι ή με κάποιον («ποιητικὴν δὲ μουσικῇ συννεμομένην», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέμω «βόσκω, διαμοιράζω»].