συναναπείθω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
(Bailly1_5)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]] THC qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπείθω]].
|btext=persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν [[τι]] THC qqn de faire qch.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἀναπείθω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α<br />[[μεταπείθω]] κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀναπείθω]] «[[μεταπείθω]]»].
}}
}}

Revision as of 12:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναναπείθω Medium diacritics: συναναπείθω Low diacritics: συναναπείθω Capitals: ΣΥΝΑΝΑΠΕΙΘΩ
Transliteration A: synanapeíthō Transliteration B: synanapeithō Transliteration C: synanapeitho Beta Code: sunanapei/qw

English (LSJ)

   A assist in persuading, τινὰς ποιεῖν τι Th.6.88, Isoc.4.46; τινα Plu. Publ.21.

German (Pape)

[Seite 1000] mit, zugleich bereden; Thuc. 6, 88; Isocr. 4, 46.

Greek (Liddell-Scott)

συναναπείθω: ἀναπείθω ὁμοῦ, τινὰς ποιεῖν τι Θουκ. 6. 88, Ἰσοκρ. 50Α˙ τινὰ Πλουτ. Ποπλ. 21.

French (Bailly abrégé)

persuader en même temps : τινα qqn ; τινα ποιεῖν τι THC qqn de faire qch.
Étymologie: σύν, ἀναπείθω.

Greek Monolingual

Α
μεταπείθω κάποιον από κοινού με άλλον («τοὺς ἄλλους διδόναι συναπείθει», Ισοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἀναπείθω «μεταπείθω»].