τερμόνιος: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(Bailly1_5)
(41)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui est à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμων]].
|btext=α, ον :<br />qui est à l’extrémité.<br />'''Étymologie:''' [[τέρμων]].
}}
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α [[τέρμων]], -<i>ονος</i>]<br />αυτός που βρίσκεται [[προς]] το [[τέρμα]], στο [[άκρο]] της γης, ο [[έσχατος]] («ἵκετο τερμόνιον πάγον», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερμόνιος Medium diacritics: τερμόνιος Low diacritics: τερμόνιος Capitals: ΤΕΡΜΟΝΙΟΣ
Transliteration A: termónios Transliteration B: termonios Transliteration C: termonios Beta Code: termo/nios

English (LSJ)

α, ον,

   A at the world's end, πάγος A.Pr.117 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1094] = τέρμιος; Aesch. πάγος, Prom. 117; τὸ τερμόνιον, Philodem. 12 (XI, 20), f. L. τερμόριον.

Greek (Liddell-Scott)

τερμόνιος: -α, -ον, ὁ πρὸς τὸ τέλος τῆς γῆς, ἵκετο τερμόνιον ἐπὶ πάγον Αἰσχύλ. Πρ. 117.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui est à l’extrémité.
Étymologie: τέρμων.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α τέρμων, -ονος]
αυτός που βρίσκεται προς το τέρμα, στο άκρο της γης, ο έσχατος («ἵκετο τερμόνιον πάγον», Αισχύλ.).