νυκτερήσιος: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(Bailly1_3) |
(27) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />qui (agit) de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]]. | |btext=ος, ον :<br />qui (agit) de nuit.<br />'''Étymologie:''' [[νύκτερος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[νυκτερήσιος]] και [[νυκτερίσιος]], -ον (Α)<br />[[νυχτερινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύκτερος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήσιος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ημερ</i>-<i>ήσιος</i>), που προτιμάται από τη γρφ. <i>νυκτερ</i>-[[ίσιος]](<b>βλ. λ.</b> [[νύχτα]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:58, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A nightly, Luc.Alex. 53 (v.l. -εισ-, -ισ-), S.E.M.10.188.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτερήσιος: -ον, νυκτερινὸς (πρβλ. ἡμερήσιος), Ἀριστοφ. Θεσμ. 204, κατὰ τὸν Dobr. ἀντὶ νυκτερείσια. Τὸ αὐτὸ σφάλμα ἀπαντᾷ ἔν τινι Ἀντιγράφῳ τοῦ Λουκ. ἐν Ἀλεξ. 53, πρβλ. Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 10. 188.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui (agit) de nuit.
Étymologie: νύκτερος.
Greek Monolingual
νυκτερήσιος και νυκτερίσιος, -ον (Α)
νυχτερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύκτερος + κατάλ. -ήσιος (πρβλ. ημερ-ήσιος), που προτιμάται από τη γρφ. νυκτερ-ίσιος(βλ. λ. νύχτα)].