φενακίζω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
(Bailly1_5)
(44)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=tromper, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φέναξ]].
|btext=tromper, acc..<br />'''Étymologie:''' [[φέναξ]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και [[φαινακίζω]] Μ [[φέναξ]], -<i>ακος</i>]<br />[[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[φορώ]] [[φενάκη]], [[φορώ]] [[περούκα]], εμφανιζόμενος [[έτσι]] με διαφορετική [[μορφή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> [[συμπεριφέρομαι]] ως [[φενακιστής]], ως [[απατεώνας]].
}}
}}

Revision as of 12:59, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φενᾱκίζω Medium diacritics: φενακίζω Low diacritics: φενακίζω Capitals: ΦΕΝΑΚΙΖΩ
Transliteration A: phenakízō Transliteration B: phenakizō Transliteration C: fenakizo Beta Code: fenaki/zw

English (LSJ)

   A play the φέναξ, cheat, lie, Theopomp.Com.8, Ar.Pl.271; of the deceptive appearance of certain unripe figs, S.Fr.731; with neut. Adj., ταῦτ' ἄρ' ἐφενάκιζες σύ Ar.Ach.90, cf. D.19.66, Hyp. Ath.2: abs., φ. ἀτηρῶς Phld.Mus.p.104K.    2 trans., cheat, trick, τινα Ar.Pax 1087 (hex.), D.2.7, Men.Sam.100; ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (by attraction for ) D.19.72:—Pass., to be cheated, Id.6.29; οἷ' ἐφενακιζόμην ὑπ' αὐτοῦ Ar.Ra.921.

German (Pape)

[Seite 1261] 1) betrügen, täuschen, hintergehen; τινά, Ar. Pax 1053 u. öfter; u. pass., Ran. 919; πεφενάκικέν τινα Dem. 2, 7; παρακρούσεοθαι καὶ φενακιεῖν ὑμᾶς 32, 31, u. öfter, u. Sp., wie Luc. u. Plut. – 2) erlügen, fälschlich vorgeben, verfälschen, τί; Ar. Ach. 90; τίςταῦτα φενακίσας Dem. 19, 66.

Greek (Liddell-Scott)

φενᾱκίζω: μέλλ. -σω, φέρομαι ὡς φέναξ, ἀπατῶ, ψεύδομαι, Σοφ. Ἀποσπ. 792, Θεόπομ. Κωμικ. ἐν «Εἰρήνῃ» 2· μετ’ οὐδ. ἐπιθ., ταῦτ’ ἄρ’ ἐφενάκιζες σύ; Ἀριστοφ. Ἀχ. 90, πρβλ. Δημ. 362. 10. 2) μεταβ., δολιεύομαι, ἐξαπατῶ, τινὰ Ἀριστοφ. Εἰρ. 1087, Πλοῦτ. 271, Δημ. 20. 5· ὧν πεφενάκικε τὴν πόλιν (καθ’ ἕλξιν ἀντὶ ἄ), ὁ αὐτ. 363. 29. ― Παθ., ἐξαπατῶμαι, ὁ αὐτ. 73, 1· οἷ’ ἐφενακίσθην ὑπ’ αὐτοῦ Ἀριστοφ. Βάτρ. 921.

French (Bailly abrégé)

tromper, acc..
Étymologie: φέναξ.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και φαινακίζω Μ φέναξ, -ακος]
εξαπατώ, παραπλανώ
μσν.
φορώ φενάκη, φορώ περούκα, εμφανιζόμενος έτσι με διαφορετική μορφή
αρχ.
(αμτβ.) συμπεριφέρομαι ως φενακιστής, ως απατεώνας.