ὁμαλύνω: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched

Source
(Bailly1_4)
(28)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>c.</i> [[ὁμαλίζω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]].
|btext=<i>c.</i> [[ὁμαλίζω]].<br />'''Étymologie:''' [[ὁμαλός]].
}}
{{grml
|mltxt=(Α [[ὁμαλύνω]])<br />[[καθιστώ]] [[κάτι]] ομαλό, επίπεδο, [[ισιώνω]] («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εξαλείφω]] τις ανωμαλίες, [[εξομαλύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φέρνω]] το [[σώμα]] στην κανονική του [[θερμοκρασία]]<br /><b>2.</b> [[καθιστώ]] [[κάτι]] κανονικό, εύρυθμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁμαλός]] (<b>πρβλ.</b> [[λεπτός]] &GT; [[λεπτύνω]])].
}}
}}

Revision as of 12:08, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾰλύνω Medium diacritics: ὁμαλύνω Low diacritics: ομαλύνω Capitals: ΟΜΑΛΥΝΩ
Transliteration A: homalýnō Transliteration B: homalynō Transliteration C: omalyno Beta Code: o(malu/nw

English (LSJ)

   A = ὁμαλίζω 1.1, τὴν κονδύλωσιν Hp.Haem.5, cf. Pl. Ti. 45e ; τὴν ἄρουραν Arist.Pol.1284a30.    II bring the body to an even temperature, Id.Mete.381a20, cf. Metaph.1032b19 (Pass.).    2 make regular, τὸ πνεῦμα Antyll. ap. Orib.6.5.1.

German (Pape)

[Seite 329] ebenen, glätten, τὰς κινήσεις, αὐτῶν ὁμαλυνθεισῶν ἡσυχία γίγνεται, Plat. Tim. 45 e.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾰλύνω: [ῡ], = ὁμαλίζω, Ἱππ. 893F, Τίμ. Λοκρ. 45Ε. ΙΙ. ἐν τῷ παθητ., πρβλ. Μετεωρ. 4. 3, 17. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 169.

French (Bailly abrégé)

c. ὁμαλίζω.
Étymologie: ὁμαλός.

Greek Monolingual

ὁμαλύνω)
καθιστώ κάτι ομαλό, επίπεδο, ισιώνω («ἀφαιροῡντα δὲ τοὺς ὑπερέχοντας τῶν σταχύων ὁμαλῡναι τὴν ἄρουραν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
εξαλείφω τις ανωμαλίες, εξομαλύνω
αρχ.
1. φέρνω το σώμα στην κανονική του θερμοκρασία
2. καθιστώ κάτι κανονικό, εύρυθμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁμαλός (πρβλ. λεπτός > λεπτύνω)].