ὁποσοσοῦν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source
(Bailly1_4)
(29)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ηοῦν, ονοῦν;<br />quelque grand <i>ou</i> nombreux que (il, elle <i>ou</i> cela) soit, n’importe combien.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[οὖν]].
|btext=ηοῦν, ονοῦν;<br />quelque grand <i>ou</i> nombreux que (il, elle <i>ou</i> cela) soit, n’importe combien.<br />'''Étymologie:''' [[ὁπόσος]], [[οὖν]].
}}
{{grml
|mltxt=ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α)<br /><b>(αντων.)</b><br /><b>1.</b> όσο [[πολύς]], όσο [[μεγάλος]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ὁποσονοῡν</i><br />οσοδήποτε [[μεγάλος]], όσες φορές [[περισσότερος]] ή όσες φορές μεγαλύτερος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὁπόσος]] <span style="color: red;">+</span> <i>οὖν</i> (<b>πρβλ.</b> <i>οιοσ</i>-<i>ούν</i>)].
}}
}}

Revision as of 12:10, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 362] wie viel auch immer; Thuc. 6, 56; Plat. Soph. 245 d; Luc. Iup. conf. 17.

French (Bailly abrégé)

ηοῦν, ονοῦν;
quelque grand ou nombreux que (il, elle ou cela) soit, n’importe combien.
Étymologie: ὁπόσος, οὖν.

Greek Monolingual

ὁποσοσοῡν, ὁποσηοῡν, ὁποσονοῡν (Α)
(αντων.)
1. όσο πολύς, όσο μεγάλος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ὁποσονοῡν
οσοδήποτε μεγάλος, όσες φορές περισσότερος ή όσες φορές μεγαλύτερος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁπόσος + οὖν (πρβλ. οιοσ-ούν)].