ὀστεώδης: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
(Bailly1_4)
(29)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
|btext=ης, ες :<br />semblable à un os.<br />'''Étymologie:''' [[ὀστέον]], -ωδης.
}}
{{grml
|mltxt=και [[οστώδης]], -ες (Α [[ὀστεώδης]] και [[ὀστώδης]], -ῶδες) [[οστέον</i> / <i>οστούν]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[μορφή]] ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με [[οστό]], [[οστεοειδής]]<br /><b>2.</b> [[γεμάτος]] οστά<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες [[σύστημα]]» — ο [[σκελετός]])<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κοκαλιάρης]].
}}
}}

Revision as of 12:11, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστεώδης Medium diacritics: ὀστεώδης Low diacritics: οστεώδης Capitals: ΟΣΤΕΩΔΗΣ
Transliteration A: osteṓdēs Transliteration B: osteōdēs Transliteration C: osteodis Beta Code: o)stew/dhs

English (LSJ)

ες,

   A bony, Plu.2.916a.

Greek (Liddell-Scott)

ὀστεώδης: -ες, ὅμοιος πρὸς ὀστοῦν, πλήρης ὀστῶν, Πλούτ. 2. 916Α.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
semblable à un os.
Étymologie: ὀστέον, -ωδης.

Greek Monolingual

και οστώδης, -ες (Α ὀστεώδης και ὀστώδης, -ῶδες) [[οστέον / οστούν]]
1. αυτός που έχει τη μορφή ή τα χαρακτηριστικά του οστού, που μοιάζει με οστό, οστεοειδής
2. γεμάτος οστά
νεοελλ.
1. αυτός που αποτελείται από οστά, οστέϊνος («οστεώδες σύστημα» — ο σκελετός)
2. μτφ. (για πρόσ.) κοκαλιάρης.