πέπρωται: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(Bailly1_4)
(31)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>3ᵉ sg. pf.</i><br />il est marqué par le destin;<br /><i>part.</i> [[πεπρωμένος]], η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον [[ἐστί]], c’est l’arrêt du destin.<br />'''Étymologie:''' *πόρω.
|btext=<i>3ᵉ sg. pf.</i><br />il est marqué par le destin;<br /><i>part.</i> [[πεπρωμένος]], η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον [[ἐστί]], c’est l’arrêt du destin.<br />'''Étymologie:''' *πόρω.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br />(ως τριτοπρόσ.) [[είναι]] καθορισμένο από τη [[μοίρα]], [[είναι]] γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <b>βλ. λ.</b> [[πόρω]].
}}
}}

Revision as of 12:16, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πέπρωται Medium diacritics: πέπρωται Low diacritics: πέπρωται Capitals: ΠΕΠΡΩΤΑΙ
Transliteration A: péprōtai Transliteration B: peprōtai Transliteration C: peprotai Beta Code: pe/prwtai

English (LSJ)

πέπρωτο, πεπρωμένος,

   A v. Πόρω. πέπτᾰμαι, πεπτᾰμένος, v. πετάννυμι. πεπτεῶτα, v. πίπτω.

Greek (Liddell-Scott)

πέπρωται: πέπρωτο, πεπρωμένος, ἴδε ἐν λ. *πόρω.

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. pf.
il est marqué par le destin;
part. πεπρωμένος, η, ον marqué par le destin ; πεπρωμένον ἐστί, c’est l’arrêt du destin.
Étymologie: *πόρω.

Greek Monolingual

ΝΑ
(ως τριτοπρόσ.) είναι καθορισμένο από τη μοίρα, είναι γραφτό και, άρα, αναπόφευκτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. πόρω.