ὑπαφίσταμαι: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(Bailly1_5) |
(43) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>ao.2</i> ὑπαπέστην, <i>etc.</i><br />s’éloigner peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀφίσταμαι. | |btext=<i>ao.2</i> ὑπαπέστην, <i>etc.</i><br />s’éloigner peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], ἀφίσταμαι. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />[[αποχωρώ]], αποσύρομαι βαθμιαία («[[πεφεισμένως]] ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>ἀφίσταμαι</i> «απομακρύνομαι, [[αποχωρώ]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:58, 29 September 2017
English (LSJ)
A step back, withdraw, Antipho4.4.1; μικρὸν ὑπαποστήσομαι Men.Sam.153; ἐξ Ἀθηνέων Thalesap.D.L.1.44; τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Ael.NA2.25.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπαφίσταμαι: Παθ. μετ’ ἀόρ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· - ἀφίσταμαι κατὰ μικρόν, ἀποσύρομαι, Ἀντιφῶν 128. 9· ἐξ Ἀθηνέων Θαλῆς παρὰ Διογ. Λ. 1. 44· τῆς ὁδοῦ ἀλλήλοις Αἰλ. π. Ζ. 2. 25.
French (Bailly abrégé)
ao.2 ὑπαπέστην, etc.
s’éloigner peu à peu.
Étymologie: ὑπό, ἀφίσταμαι.
Greek Monolingual
Α
αποχωρώ, αποσύρομαι βαθμιαία («πεφεισμένως ἀλλήλοις ὑπαφίστανται τῆς ὁδοῡ», Αιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἀφίσταμαι «απομακρύνομαι, αποχωρώ»].