Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυκαρπία: Difference between revisions

From LSJ

ζῆν ἀλύπως, ἢ θανεῖν εὐδαιμόνως → Felicis aevum sine malis agere aut mori → Ein Leben ohne Betrübnis oder ein seliger Tod

Menander, Monostichoi, 202
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]].
|btext=ας (ἡ) :<br />abondance de fruits.<br />'''Étymologie:''' [[πολύκαρπος]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[πολύκαρπος]]<br /><b>1.</b> [[αφθονία]] καρπών<br /><b>2.</b> [[ευφορία]], [[γονιμότητα]] («[[ὅταν]]... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[φαινόμενο]] [[κατά]] το οποίο ένα [[φυτό]] ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές [[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ζωής του.
}}
}}

Revision as of 12:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκαρπία Medium diacritics: πολυκαρπία Low diacritics: πολυκαρπία Capitals: ΠΟΛΥΚΑΡΠΙΑ
Transliteration A: polykarpía Transliteration B: polykarpia Transliteration C: polykarpia Beta Code: polukarpi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A abundance of fruit, IG12.76.45, X.Mem.3.14.3, Thphr.CP4.8.1, Sammelb.6944.14 (Edict. Hadriani), Sm.Ps.64(65).10.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, Reichthum an Früchten; Xen. Mem. 3, 14, 3; Ggstz ἀκαρπία, Plut. consol. Apoll. p. 319.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκαρπία: ἡ, ἀφθονία καρπῶν, εὐκαρπία, Ξεν. Ἀπομν. 3. 14, 3, Θεόφρ., κτλ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
abondance de fruits.
Étymologie: πολύκαρπος.

Greek Monolingual

η, ΝΑ πολύκαρπος
1. αφθονία καρπών
2. ευφορία, γονιμότηταὅταν... οἱ... ἄνθρωποι τοῖς θεοῖς εὔχωνται πολυκαρπίαν», Ξεν.)
νεοελλ.
φαινόμενο κατά το οποίο ένα φυτό ανθίζει και καρποφορεί πολλές φορές κατά τη διάρκεια της ζωής του.