πολύχρηστος: Difference between revisions

From LSJ

οὔπω Ζεὺς αὐχένα λοξὸν ἔχειZeus has not yet turned his neck aside

Source
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très utile ; très employé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρηστός]].
|btext=ος, ον :<br />très utile ; très employé.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[χρηστός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ον, ΜΑ<br />αυτός που [[είναι]] πολύ [[χρήσιμος]], πολύ [[ωφέλιμος]] («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b>τὸ <i>πολύχρηστον</i><br />η [[πολυχρηστία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πολυχρήστως</i><br />[[κατά]] πολύχρηστο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[χρηστός]] (<span style="color: red;"><</span> <i>χρῶμαι</i>), <b>πρβλ.</b> <i>εύ</i>-<i>χρηστος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύχρηστος Medium diacritics: πολύχρηστος Low diacritics: πολύχρηστος Capitals: ΠΟΛΥΧΡΗΣΤΟΣ
Transliteration A: polýchrēstos Transliteration B: polychrēstos Transliteration C: polychristos Beta Code: polu/xrhstos

English (LSJ)

ον,

   A useful for many purposes, very useful, Arist.GA789b9, Pol.1337b26, Dsc. 1.1, Gal.6.534,480 (Sup.); τὸ π. Corn.ND9: Comp., Muson.Fr. 20p.112H., Alex.Aphr. in Top.277.4. Adv. -τως v.l. in Paul.Aeg.7.16.

German (Pape)

[Seite 677] sehr nutzbar, nützlich, Arist. gen. an. 5, 8.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχρηστος: -ον, ὁ εἰς πολλὰ χρήσιμος, λίαν χρήσιμος, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 8, 12· π. πρὸς τὸν βίον ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très utile ; très employé.
Étymologie: πολύς, χρηστός.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που είναι πολύ χρήσιμος, πολύ ωφέλιμος («τὴν μὲν γραμματικὴν καὶ γραφικὴν ὡς χρησίμους πρὸς τὸν βίον οὔσας καὶ πολυχρήστους», Αριστοτ.)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ.τὸ πολύχρηστον
η πολυχρηστία.
επίρρ...
πολυχρήστως
κατά πολύχρηστο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χρηστός (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος].