προαναγινώσκω: Difference between revisions

From LSJ

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
(Bailly1_4)
 
(34)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>réc. c.</i> [[προαναγιγνώσκω]].
|btext=<i>réc. c.</i> [[προαναγιγνώσκω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[ἀναγι</i>(<i>γ</i>)<i>νώσκω]]<br /><b>1.</b> [[διαβάζω]] [[προηγουμένως]]<br /><b>2.</b> ([[ιδίως]] για δάσκαλο) [[διαβάζω]] μεγαλοφώνως [[μπροστά]] σε [[ακροατήριο]].
}}
}}

Latest revision as of 12:20, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

réc. c. προαναγιγνώσκω.

Greek Monolingual

Α [[ἀναγι(γ)νώσκω]]
1. διαβάζω προηγουμένως
2. (ιδίως για δάσκαλο) διαβάζω μεγαλοφώνως μπροστά σε ακροατήριο.