Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πολυτάλαντος: Difference between revisions

From LSJ

Χρηστοῦ παρ' ἀνδρὸς χρὴ σοφόν τι μανθάνειν → Doceat te oportet vir probus sapientiam → Von einem Fachmann eigne dir was Weises an

Menander, Monostichoi, 546
(Bailly1_4)
(33)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pèse <i>ou</i> vaut beaucoup de talents;<br /><b>2</b> qui possède beaucoup de talents, opulent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τάλαντον]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui pèse <i>ou</i> vaut beaucoup de talents;<br /><b>2</b> qui possède beaucoup de talents, opulent.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[τάλαντον]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[πολυτάλαντος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει [[πολλά]] τάλαντα, χρήματα, πολύ [[πλούσιος]], [[πάμπλουτος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που [[είναι]] [[προικισμένος]] με [[πολλά]] ταλέντα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[αξία]] πολλών ταλάντων<br /><b>2.</b> αυτός που έχει [[βάρος]] πολλών ταλάντων, [[βαρύτιμος]] («[[πολυτάλαντος]] [[λίθος]]», Αλκίφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τάλαντον]] (<b>πρβλ.</b> <i>δεκα</i>-<i>τάλαντος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:20, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυτάλαντος Medium diacritics: πολυτάλαντος Low diacritics: πολυτάλαντος Capitals: ΠΟΛΥΤΑΛΑΝΤΟΣ
Transliteration A: polytálantos Transliteration B: polytalantos Transliteration C: polytalantos Beta Code: poluta/lantos

English (LSJ)

[τᾰ], ον,

   A worth many talents, γάμος, μισθός, Luc.DMeretr.7.4, Pro Merc.Cond.12; of a book, πραγματεία π. Ath. 9.398e.    2 possessing many talents, οἶκος Luc.Tox.14, cf. Poll.9.54.    3 weighing many talents, λίθος Alciphr.3.10; τράπεζα τὴν ὁλκήν π. J.BJ7.5.5, cf. Luc.JTr.7.

German (Pape)

[Seite 674] viele Talente schwer, werth; Sp., wie γάμος, μισθός, Luc. D. Mer. 7, 4 Merc. cond. 12; λίθος, Alciphr. 3, 10; – viele Talente besitzend, Luc. Tox. 14.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠτάλαντος: -ον, ἔχων ἀξίαν πολλῶν ταλάντων, γάμος, μισθὸς Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7. 4, Ἀπολογία (ὑπὲρ τῶν Ἐπὶ Μισθ. Συν.) 12· ἐπὶ βιβλίου, Ἀθήν. 398Ε. 2) ὁ ἔχων πολλὰ τάλαντα, πλούσιος, οἶκος Λουκ. Τόξ. 14, πρβλ. Πολυσ. Θ΄, 54.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui pèse ou vaut beaucoup de talents;
2 qui possède beaucoup de talents, opulent.
Étymologie: πολύς, τάλαντον.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυτάλαντος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλά τάλαντα, χρήματα, πολύ πλούσιος, πάμπλουτος
νεοελλ.
αυτός που είναι προικισμένος με πολλά ταλέντα
αρχ.
1. αυτός που έχει αξία πολλών ταλάντων
2. αυτός που έχει βάρος πολλών ταλάντων, βαρύτιμοςπολυτάλαντος λίθος», Αλκίφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + τάλαντον (πρβλ. δεκα-τάλαντος].