προσκερδαίνω: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=gagner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κερδαίνω]].
|btext=gagner en outre.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κερδαίνω]].
}}
{{grml
|mltxt=Α [[κερδαίνω]]<br />[[κερδίζω]] επί [[πλέον]] ή [[είμαι]] κερδισμένος με το [[παραπάνω]] (α. «ὥστ' ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις [[οὐδέν]]», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», <b>Πολ.</b>).
}}
}}

Revision as of 12:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκερδαίνω Medium diacritics: προσκερδαίνω Low diacritics: προσκερδαίνω Capitals: ΠΡΟΣΚΕΡΔΑΙΝΩ
Transliteration A: proskerdaínō Transliteration B: proskerdainō Transliteration C: proskerdaino Beta Code: proskerdai/nw

English (LSJ)

aor.

   A προσεκέρδᾱνα Plb.31.28.12, Aen.Gaz.Thphr. p.35 B.: pf. -κεκέρδηκα D.56.30:—gain in addition, D.l.c.; ὑγίειαν Plb. l.c.

German (Pape)

[Seite 769] (s. κερδαίνω), noch dazu gewinnen, προσκεκερδήκασι, Dem. 56, 30, wo προσκεκερδάγκασι gelesen wurde; προσεκέρδανε τὴν ὑγιείαν, Pol. 32, 14, 12; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσκερδαίνω: κερδαίνω προσέτι, Δημ. 1292, 6, Πολύβ. 32. 14, 12.

French (Bailly abrégé)

gagner en outre.
Étymologie: πρός, κερδαίνω.

Greek Monolingual

Α κερδαίνω
κερδίζω επί πλέον ή είμαι κερδισμένος με το παραπάνω (α. «ὥστ' ἐκεῑνοι μὲν οἱ δανεισταὶ προσκεκερδήκασι καὶ οὐκ ἀφείκασι τούτοις οὐδέν», Δημοσθ.
β. «πολλῶν δὲ καὶ ποικίλων ἡδονῶν ἀποσχόμενος προσεκέρδανε τὴν σωματικὴν ὑγίειαν καὶ τὴν εὐεξίαν», Πολ.).