προβουλή: Difference between revisions
From LSJ
Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn
(Bailly1_4) |
(34) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />délibération préalable.<br />'''Étymologie:''' [[προβουλεύω]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />délibération préalable.<br />'''Étymologie:''' [[προβουλεύω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br /><b>1.</b> [[σκέψη]] ή [[απόφαση]] που προηγείται, [[προμελέτη]]<br /><b>2.</b> μόνιμη [[επιτροπή]] («ἡ βουλὴ καὶ ἡ [[προβουλή]]», <b>επιγρ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[βουλή]] «[[σκέψη]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:21, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A forethought, ἐκ προβουλῆς of malice aforethought, Antipho 1.5, D.C.47.4, etc. II standing committee, ἡ βουλὴ καὶ ἡ π. dub. in BCH26.168 (Syria, i/ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 713] ἡ, Vorberathung, Ueberlegung; ἐκ προβουλῆς, Antiph. 1, 3; D. Cass. 47, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προβουλή: ἡ, πρόνοια, προμελέτη, ἐκ προβουλῆς, ἐκ προμελέτης τοῦ κακοῦ, Ἀντιφῶν 112. 10, Δίων Κ. 47. 4, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
délibération préalable.
Étymologie: προβουλεύω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. σκέψη ή απόφαση που προηγείται, προμελέτη
2. μόνιμη επιτροπή («ἡ βουλὴ καὶ ἡ προβουλή», επιγρ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + βουλή «σκέψη»].