προφράζω: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
(Bailly1_4) |
(35) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=annoncer <i>ou</i> proclamer d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φράζω]]. | |btext=annoncer <i>ou</i> proclamer d’avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[φράζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[προαναγγέλλω]], [[επισημαίνω]] από [[πριν]]<br /><b>2.</b> [[εξηγώ]] από [[πριν]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] «[[λέγω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 29 September 2017
English (LSJ)
A tell or announce beforehand, Hdt.1.120 (unless = προειπεῖν, προερεῖν, speak out boldly): pf. part. Pass., προπεφραδμένα . . ἄεθλα Hes.Op.655, cf. A.R.3.1315. II Pass., to be explained above or previously, Nicom.Ar.1.19.
German (Pape)
[Seite 798] (s. φράζω), vorher-, voraussagen, od. ankündigen; Her. 1, 120 καὶ νῦν εἰ φοβερόν τι ἑωρῶμεν, πᾶν ἄν σοι προεφράζομεν, wo es auch »gerade heraussagen« bedeuten kann; pass., προπεφραδμένα ἆθλα, vorher verkündigte Kampfpreise, Hes. O. 657, wo Herm. προπεφασμένα ändern will; vgl. aber Ap. Rh. 3, 1315, δὴ γάρ σφι πάλαι προπεφραδμένον ἦεν.
Greek (Liddell-Scott)
προφράζω: μέλλ. -σω, προλέγω, Ἡρόδ. 1. 120 (ἔνθα ὁ Schweigh. λαμβάνει αὐτὸ ὡς = προειπεῖν, προερεῖν, μετοχ. παθητ. πρκμ. προπεφραδμένα ἆθλα Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 653, ἔνθα ἠδύνατο νὰ ἀναγνωσθῇ προπεφασμένα (ἰδὲ προφαίνω Ι. 3), ἀλλὰ πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1315.
French (Bailly abrégé)
annoncer ou proclamer d’avance.
Étymologie: πρό, φράζω.
Greek Monolingual
Α
1. προαναγγέλλω, επισημαίνω από πριν
2. εξηγώ από πριν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + < φράζω «λέγω»].