ῥητορεύω: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(Bailly1_4)
(36)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=être orateur <i>ou</i> rhéteur, prononcer un discours fait avec art : [[τι]], prononcer un discours sur qqe sujet ; <i>abs.</i> parler en public.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήτωρ]].
|btext=être orateur <i>ou</i> rhéteur, prononcer un discours fait avec art : [[τι]], prononcer un discours sur qqe sujet ; <i>abs.</i> parler en public.<br />'''Étymologie:''' [[ῥήτωρ]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ῥητορεύω]] ΝΑ [[ῥήτωρ]], -<i>ορος</i>]<br />[[είμαι]] [[ρήτορας]], [[εκφωνώ]] [[δημόσια]] λόγο<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[είμαι]] [[εύγλωττος]], έχω το [[χάρισμα]] του λέγειν<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μτβ.)</b> [[προσφωνώ]] κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ῥητορεύομαι</i><br />(για λόγο) εκφωνούμαι [[δημόσια]] («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).
}}
}}

Revision as of 12:26, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥητορεύω Medium diacritics: ῥητορεύω Low diacritics: ρητορεύω Capitals: ΡΗΤΟΡΕΥΩ
Transliteration A: rhētoreúō Transliteration B: rhētoreuō Transliteration C: ritoreyo Beta Code: r(htoreu/w

English (LSJ)

   A to be a public speaker, practise oratory, Isoc.Ep.8.7, Pl. Grg.502d, Arist.Rh.Al.1444a33; οἱ μετὰ γαστέρα -εύοντες afterdinner speakers, Ph.1.156; ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Chrysipp.Stoic.3.175; opp. πολιτεύεσθαι, Nausiph.2:—Pass., of the speech, to be spoken, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Isoc.5.25:—later in Act. c. acc., τὴν ἐπεσταλμένην πρεσβείαν ἐρρητόρευε was setting forth, Luc.Laps.2.    II teach oratory, Str.14.1.48.

German (Pape)

[Seite 841] 1) ein Redner od. Volksredner sein, als Redner auftreten, reden, Plat. Gorg. 502 d u. Folgde; im pass., Isocr. 5, 25. – 2) Lehrer der Beredtsamkeit sein u. als solcher sich mit einer Prunkrede zeigen, Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ῥητορεύω: εἶμαι ῥήτωρ, δημηγορῶ, ὁμιλῶ δημοσίᾳ, ποιοῦμαι χρῆσιν τῆς ῥητορικῆς, Ἰσοκρ. 425D, Πλάτ. Γοργ. 502D· ῥ. καὶ πολιτεύεσθαι Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1034Β. - Παθ., ἐπὶ τοῦ λόγου, λέγομαι, ἀπαγγέλλομαι, τοὺς μὲν [λόγους] ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ γεγράφθαι Ἰσοκρ. 87C· καὶ οὕτω παρὰ μεταγεν. ἐν τῷ ἐνεργ. μετ’ αἰτ., ῥ. τὴν πρεσβείαν, ῥητορεύω ὡς ἀπεσταλμένος πρεσβευτής, Λουκ. Ὑπέρ τοῦ ἐν Προσαγ. πταίσματ. 2· ΙΙ. διδάσκω τὴν ῥητορικήν, Στράβ. 650. Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.

French (Bailly abrégé)

être orateur ou rhéteur, prononcer un discours fait avec art : τι, prononcer un discours sur qqe sujet ; abs. parler en public.
Étymologie: ῥήτωρ.

Greek Monolingual

ῥητορεύω ΝΑ ῥήτωρ, -ορος]
είμαι ρήτορας, εκφωνώ δημόσια λόγο
νεοελλ.
είμαι εύγλωττος, έχω το χάρισμα του λέγειν
αρχ.
1. (μτβ.) προσφωνώ κάποιον («τὴν απεσταλμένην πρεσβείαν αὐτῷ ἐρρητόρευε», Λουκιαν.)
2. παθ. ῥητορεύομαι
(για λόγο) εκφωνούμαι δημόσια («τῶν λόγων... τοὺς μὲν... ῥητορεύεσθαι, τοὺς δὲ... γεγράφθαι», Ισοκρ.).