ῥινηλάτης: Difference between revisions
From LSJ
ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)
(Bailly1_4) |
(36) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (ὁ) :<br />qui suit en flairant la piste (chien).<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[ἐλαύνω]]. | |btext=ου (ὁ) :<br />qui suit en flairant la piste (chien).<br />'''Étymologie:''' [[ῥίς]], [[ἐλαύνω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο / [[ῥινηλάτης]], ΝΑ<br />αυτός που βρίσκει τα ίχνη με τη [[μύτη]], με την όσφρηση («[[κύων]] [[ῥινηλάτης]]», Ιουλ. <b>Πολ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ῥίς</i>, [[ῥινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλάτης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἐλαύνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>ιχν</i>-<i>ηλάτης</i>. Το -<i>η</i>- του τ. οφείλεται σε [[έκταση]] λόγω συνθέσεως]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:26, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ου, ὁ,
A one who tracks by scent, κύων ῥ. Poll.2.74.
German (Pape)
[Seite 844] ὁ, der mit der Nase, mit dem Geruch Auftreibende, Aufspürende, bes. vom Hunde, Poll. 2, 74.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑνηλάτης: -ου, [ᾰ] ὁ, (ἐλαύνω) ὁ διὰ τῆς ῥινὸς ἰχνηλατῶν ἀνιχνεύων, κύων ῥ. Πολυδ. Β΄, 74.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui suit en flairant la piste (chien).
Étymologie: ῥίς, ἐλαύνω.
Greek Monolingual
ο / ῥινηλάτης, ΝΑ
αυτός που βρίσκει τα ίχνη με τη μύτη, με την όσφρηση («κύων ῥινηλάτης», Ιουλ. Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίς, ῥινός + -ηλάτης (< ἐλαύνω), πρβλ. ιχν-ηλάτης. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].